- κολουρις
- κολουρίς-ίδος ἥ (sc. ἀλώπηξ) бесхвостая лисица Timocreon ap. Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κόλουρις — κόλουρις, ιδος, ἡ (Α) βλ. κόλουρος … Dictionary of Greek
κόλουρις — κόλουρος dock tailed fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλουρος — η, ο (Α κόλουρος, ον, θηλ. και κόλουρις) 1. αυτός που έχει κομμένη ουρά («ὥσπερ ὑπό γήρως ἀπτῆνα καὶ κόλουρον», Πλούτ.) 2. χαρακτηρισμός απλών στερεών γεωμετρικών σωμάτων που προκύπτουν από άλλα αν με μια κατάλληλη τομή αφαιρεθεί ένα τμήμα τους… … Dictionary of Greek